εξομαλυντικός

εξομαλυντικός
η , ό[ν]
1) выравнивающий, сглаживающий; 2) улаживающий, регулирующий, нормализующий, устраняющий (помехи и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξομαλυντικός" в других словарях:

  • εξομαλυντικός — ή, ό [εξομάλυνση] αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην εξομάλυνση …   Dictionary of Greek

  • εξομαλυντικός — ή, ό 1. που εξομαλύνει, εξομαλιστικός, ισοπεδωτικός 2. μτφ., ρυθμιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξομαλιστικός — ή, ό [εξομάλιση] εξομαλυντικός …   Dictionary of Greek

  • εξομαλιστικός — ή, ό εξομαλυντικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για να κανονίσει κάτι, ρυθμιστικός, εξομαλυντικός: Περιμένουμε την έκδοση κανονιστικού διατάγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»